ποικιλόχροια
Смотреть что такое "ποικιλόχροια" в других словарях:
ποικιλόχροια — η, Ν η ποικιλοχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροιά] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek